Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

προβούλομαι

(πρό + βούλομαι)' ἀποθ.' ἐπιθυμῶ τι περισσότερο ἀπὸ ἄλλο τι, προτιμῶ τινα ἀπὸ ἄλλον τινα.

[
προβέβουλα ποιητ. πρκ. β’ μετὰ σημασίας ἐνεστ. (A 113)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: