(μάντις)' ἀποθ.' προφητεύω, μαντεύω, παρέχω χρησμό | 2. προλέγω, προοιωνίζομαι, προμαντεύω, προμηνύω, προαισθάνομαι | 3. ἐπὶ ζῴων, ὀσφραίνομαι, μυρίζομαι κάτι.
ΙΙ. ζητῶ χρησμό, συμβουλεύομαι τὸ μαντεῖο, τὸ ρωτῶ | 2. ἀόρ. α’ ἀπροσ. μετὰ παθ. σημ. ἐμαντεύθη=ἐδόθη χρησμός (εἶχε δοθεῖ χρησμός) | 3. παθ. μτχ. τὰ μεμαντευμένα=οἱ δοθέντες χρησμοί, οἱ λέξεις τοῦ χρησμοῦ, οἱ λόγοι τοῦ μαντείου.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου