(ὁ)' (μαίνομαι): ὁ προφητεύων, προλέγων, προφήτης, ἡ προφήτις | 2. μτφρ., ὁ προαισθανόμενος, προμηνύων | 3. εἶδος ἀκρίδος ἢ βατράχου.
Ἐτυμ.: ἐκ τῆς ῥίζης ΜΑΝ- τοῦ μαίνομαι, μαινάς, μήνις, μαινόλης, μαινολίς, μαντεύομαι, μαντεία, μαντεῖον, ἰων. -ήιον, μαντοσύνη).
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου