(ἡγοῦμαι)' προπορεύομαι, προηγοῦμαι, ἀπόλ., ΟΜ Ιλ 24.95 πρόσθεν δὲ ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις ἡγεῖτο=μπροστὰ προηγοῦνταν ἡ ἀνεμοπόδαρη γρήγορη Ἴρη | 2. ὁδηγῶ κάπου, μὲ δοτ. προσ., ΟΜ Ιλ 22.101 ὅς μ΄ ἐκέλευε Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι | 3. εἶμαι ἀρχηγὸς σὲ κάποια κατάσταση, ἐνέργεια ἤ πράγμα | 4. εἶμαι ὁδηγὸς σὲ κάτι, εἶμαι πρώτος σὲ κάτι, ὁδηγῶ, διευθύνω κάτι, μὲ δοτ., ΟΜ Ιλ 22.247 ὥς φαμένη καὶ κερδοσύνῃ ἡγήσατ΄ Ἀθήνη=ἔτσι μίλησε ἡ Ἀθηνὰ καὶ τράβηξε πρώτη μπροστὰ μὲ δόλο.
ΙΙ. ὁδηγῶ στρατὸ ἢ στόλο, μὲ δοτ., ΟΜ Ιλ 2.687 οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο | 2. εἶμαι ὁ ἠγεμόνας, ὁ ἄρχοντας, ὁ κυβερνήτης ἢ ὁ κτήτορας.
ΙΙΙ. νομίζω, φρονῶ, θεωρῶ, πιστεύω.
Ἐτυμ.: ἀπὸ ιε. ρ. *sag- (=ἰχνηλατῶ), πβ. λατ. sagio, γοτθ. sakjan, ἀρχ. ἰρλ. saigim.
[ἡγήσατο, γ’ ἑν. μέσ. ἀορ. α’ (Α 71)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου