Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

οἰωνοπόλος, ον

(οἰωνός + πολέω)' ὁ ἀσχολούμενος μὲ τοὺς οἰωνούς, αὐτὸς ποὺ συνάγει προφητεῖες γιὰ τὸ μέλλον ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν οἰωνῶν | 2. ὡς οὐσιαστικό, οἰωνοσκόπος, μάντις, πρβλ. καὶ ὀνειροπόλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: