(ἐπί + ἕννυμι)' ῥίπτω, ἐπάνω μου ἐπὶ πλέον | 2. μτφρ., ἐπιειμένος ἀλκών, ἀναιδείην=ἐνδεδυμένος ἀλκὴν καὶ ἀναίδειαν.
ΙΙ. μέσον, βάλλω ἐπάνω μου ὡς πανωφόρι, ἐνδύομαι μέ...' γεν., σκεπάζομαι μέ τι.
[ἐπιειμένος, ἰων. ἀντὶ ἐφειμένος, μτχ. παθ. πρκ. (Α 149)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου