Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

ἐπιέννυμι

(ἐπί + ἕννυμι)' ῥίπτω, ἐπάνω μου ἐπὶ πλέον | 2. μτφρ., ἐπιειμένος ἀλκών, ἀναιδείην=ἐνδεδυμένος ἀλκὴν καὶ ἀναίδειαν.

ΙΙ. μέσον, βάλλω ἐπάνω μου ὡς πανωφόρι, ἐνδύομαι μέ...' γεν., σκεπάζομαι μέ τι.

[
ἐπιειμένος, ἰων. ἀντὶ ἐφειμένος, μτχ. παθ. πρκ. (Α 149)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: