ἰων.
τοῖος, τοίη, τοῖον (ἐκ τῆς
τοῖο, τῆς ἀρχ. γεν. τοῦ ἄρθρου
ὁ), δεικτικὴ ἀντων. ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν ἀναφ.
οἷος, πρὸς τὴν ἐρωτημ.
ποῖος; καὶ πρὸς τὴν ἀόριστη
ποιός΄ τέτοιος, τέτοιου εἴδους, τέτοιας ποιότητος
| 2. στὸν Ὁμήρο ἀναφέρεται συνήθως σὲ κάτι προηγούμενο, ἀκολουθεῖ μετὰ ἀπ' αὐτὴ ἄλλη πρόταση εἰσαγομένη διὰ τῆς
οἷος | 3. μετ᾿ ἀπρφ., τέτοιος, ὥστε νά... (πράξῃ κάτι), δηλ. ἱκανὸς νὰ τὸ πράξῃ
| 4. μετὰ ἐπιθέτου ἡ
τοῖος καθιστᾷ τὴν ἔνν. τοῦ ἐπίθ. ἐμφαντικότερη, ἀκριβῶς τέτοιον, ἀκριβῶς τόσον, ἐντελῶς οὕτω,
ἐπιεικὴς τοῖος=μετρίου ἀναστήματος, ἀκριβῶς ὅσο χρειάζεται, οὔτε πολὺ ψηλὸς οὔτε πολὺ κοντός΄
καρδαλέος τοῖος=ἐντελῶς πανοῦργος
| 5. παρ᾿ Ὁμ. τὸ οὐδ.
τοῖον καὶ ὡς ἐπίρ., τόσο πολύ, πάρα πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου