Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

τοῖος, τοία, τοῖον

ἰων. τοῖος, τοίη, τοῖον (ἐκ τῆς τοῖο, τῆς ἀρχ. γεν. τοῦ ἄρθρου ), δεικτικὴ ἀντων. ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν ἀναφ. οἷος, πρὸς τὴν ἐρωτημ. ποῖος; καὶ πρὸς τὴν ἀόριστη ποιός΄ τέτοιος, τέτοιου εἴδους, τέτοιας ποιότητος | 2. στὸν Ὁμήρο ἀναφέρεται συνήθως σὲ κάτι προηγούμενο, ἀκολουθεῖ μετὰ ἀπ' αὐτὴ ἄλλη πρόταση εἰσαγομένη διὰ τῆς οἷος | 3. μετ᾿ ἀπρφ., τέτοιος, ὥστε νά... (πράξῃ κάτι), δηλ. ἱκανὸς νὰ τὸ πράξῃ | 4. μετὰ ἐπιθέτου ἡ τοῖος καθιστᾷ τὴν ἔνν. τοῦ ἐπίθ. ἐμφαντικότερη, ἀκριβῶς τέτοιον, ἀκριβῶς τόσον, ἐντελῶς οὕτω, ἐπιεικὴς τοῖος=μετρίου ἀναστήματος, ἀκριβῶς ὅσο χρειάζεται, οὔτε πολὺ ψηλὸς οὔτε πολὺ κοντός΄ καρδαλέος τοῖος=ἐντελῶς πανοῦργος | 5. παρ᾿ Ὁμ. τὸ οὐδ. τοῖον καὶ ὡς ἐπίρ., τόσο πολύ, πάρα πολύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: