Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

κελαινεφής, ές

(κελαινός + νέφος), συγκεκομμ. ἐκ τοῦ κελαινονεφής' ὁ ἔχων μέλανα νέφη, ὁ καλυμμένος ἀπὸ μαῦρα σύννεφα, ἐπίθ. τοῦ Διός' γεν., σκουρόχρωμος, βαθύχρωμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: