(ἄγω)' Ι. ἐνεργητικό, 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω κάπου΄ ΟΜ Οδ 3.301 ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων' ΟΜ φρ. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=ἡ ψυχὴ ἀναλαμβάνει τὶς δυνάμεις της, συνέρχεται (πβ. τὴ νεοελληνικὴ φράση «πῆγε ἡ ψυχὴ στὸν τόπο της» μετὰ ἀπὸ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ δοκιμασία)' ΟΜ φρ. ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=ἀφοὗ μαζεύτηκαν καὶ βρέθηκαν ὅλοι μαζί | 2. συγκεντρώνω χρήματα ἤ ἀγαθὰ μὲ ἐπαιτεία' κάνω ἔρανο ὑπὲρ ναοὺ ἤ θεέτητας.
ΙΙ. μέσο καὶ παθητικό, συναθροίζομαι, συνέρχομαι, συγκαλοῦμαι σὲ συνέλευση' ΟΜ Οδ 8.17 καρπαλίμως δ΄ ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι ἀγρομένων(= ἀγειρομένων)=ἀμέσως ἡ ἀγορὰ καὶ οἱ ἔδρες γέμισαν λαὸ ποὺ συναθροιζόταν.
Ἐτυμ.: Πιθανῶς ἀπὸ τὸ ἀθροιστικὸ ἀ- καὶ τὴ ῥίζα -γερ- (πβ. Ἡσύχιος λ. γέργερα· πολλά).
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου