(ἀνά + φαίνω)' κάνω κάτι νὰ φανεῖ, νὰ λάμψει | 2. φέρω εἰς φῶς, φανερώνω, γεννῶ, παράγω | 3. διακηρύσσω, προκηρύσσω.
ΙΙ. παθ. μετὰ μέσου μέλλ. ἀναφανήσομαι ἢ ἀναφανοῦμαι, ἐνεργ. πρκ. ἀναπέφηνα' ἔχω φανερωθεῖ, ἐμφανίζομαι | 2. ἐπανεμφανίζομαι, εἶμαι φανερὸς.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου