Τρίτη 7 Απριλίου 2009

ἅμα

(α ἀθροιστικόν + εἷς, ὁμός)' ὡς ἐπίρ., ἀμέσως, διὰ μιᾶς, συνάμα, συγχρόνως | 2. ὡς πρόθ. μετὰ δοτ., συγχρόνως μέ..., μαζί μέ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: