(ἀπό + αἱρέω), ποιητ. ἀπαιρέω' λαμβάνω ἀπό τινος' μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀφαιρεῖν τινά τι=ἀποστερῶ τινα ἀπό τι' ἀφαιρεῖν τινος (πραγμ.)=ἀφαιρῶ (μέρος) ἀπὸ πράγμά τι, τὸ ἐλαττώνω | 2. ἀπαλλάσσω τινὰ ἀπό τινος ὑποχρεώσεις, τοῦ χαρίζω τι, τὸν συγχωρῶ.
ΙΙ. μέσον, ἀφαιρῶ τι δι᾿ ἐμαυτόν, παίρνω, ἁρπάζω | 2. μετὰ ἑπομένου μή + ἀπρφ.=ἐμποδίζω τινὰ ἀπ᾿ τοῦ νὰ πράξῃ τι.
ΙΙΙ. παθ. ἀποστεροῦμαι ὑπό τινος ἀπὸ κάτι, χάνω κάτι ἐξ αἰτίας τινός, μοῦ ἀφαιρεῖ τίς τι.
[ἀφαιρήσεσθαι, ἀπρφ. μέσ. μέλλ. (Α 161)]
[ἀποαιρεῖσθαι, ποιητ. ἀντὶ ἀφαιρεῖσθαι, ἀπρφ. τοῦ ἀποαιρέομαι, ποιητ. ἀντὶ ἀφαιρέομαι (Α 230)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου