Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Α. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Α. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

αὐτοῦ

δωρ. αὐτῶ καὶ αὐτεῖ, ἐπίρρ., κυρίως γεν. τοῦ αὐτός' ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἀκριβῶς ἐκεῖ ἢ ἀκριβῶς ἐνταῦθα, αὐτοῦ, τοπικῶς, ὡς λέγομεν καὶ νῦν.

ἀποβαίνω

(ἀπό + βαίνω)' βαδίζω μακράν, ἀπέρχομαι || ἀφιππεύω, ἀποβιβάζομαι ἀπό | 2. πορεύομαι μακράν, ἁναχωρῶ.

ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἑκβαίνω, καταλήγω || ἁπολ., καταντῶ, τελειώνω, κατὰ ἓναν τρόπο, τὸ ἁποβαῖνον=ἡ κατάληξη || τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα=τὰ ἀποτελέσματα.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Αἰθίοψ

θηλ. Αἰθιοπίς, (αἴθω + ὄψ)' κυρίως, ὁ ἔχων κεκαυμένον τὸ πρόσωπον= μαῦρος || ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ ὡς τὸ αἶθοψ=ἡλιοκαής.

ΙΙ. ἐπίθ., Αἰθιοπικός, Ἀφρικανός: - Αἰθιοπὶς γλῶσσα.

ἀποπαύω

(ἀπό + παύω) παύω, σταματῶ, ἐμποδίζω ἀπό…' τούς μέν… εἴασαν, ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν Ἰλ. Λ. 323 || μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξει τίς τι || μετὰ μόνης αἰτ., παύω τι, ἀναχαιτίζω' νὺξ ἀπέπαυσε… Πηλεΐωνα Ἰλ. Σ. 267

ΙΙ. μέσ. καὶ παθ., ἀφήνω τι, παύομαι ποιῶν τι || μετὰ γεν., πολέμου δ’ ἀποπαύεο πάμπαν Ἰλ. Α. 422 || ἀπολ. ἀφήνω ἐντελῶς, ἐγκαταλείπω.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ἀγάννιφος, ον

(ἄγαν + νίφω)' χιονοσκεπής.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

αἶσα

ἡ, ὡς κύριο ὀν., ἡ θεότης τοῦ πεπρωμένου.

|| ὡς προσηγ. ἡ ἀπόφαση τῆς Μοίρας, Διὸς αἶσα=ἡ μοίρα ἡ ἀποφασισμένη ἀπὸ τὸν Δία | 2. τὸ μερίδιο κάποιου σὲ κάποιο πρᾶγμα.

ἀπήμων, -ον

(α στερ. + πῆμα)' σῶος καὶ ἀβλαβής, αὐτός ποὺ δὲν παθαὶνει βλάβη | ὁ ἄνευ θλὶψεων, βασάνων | ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν βλάβη, ἣσυχος, πράος, εὐγενικός | ἐπὶ θεῶν, εὐμενής, ἳλεως.

ἀδάκρυτος, ον

(α στερ. + δακρύω)' χωρίς δάκρυα | μετ` ἐνεργ. σημ., ὁ μὴ κλαίων διά τινα | ὡς παθ., ὁ μὴ θρηνηθείς, ὁ μὴ κλαυθείς.

αἰνός, ή, όν

δεινός, φοβερός, τρομερός, φρικτός | 2. ὡς ἐπίρ., αἰνά=φρικτῶς, φοβερά | ὑπερθ. ἐπίρ., αἰνότατον=φρικτότατα.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ἀργεῖος

ὁ καταγόμενος ἐκ τοῦ Ἄργους' ὅπως οἱ Ἀχαιοί, γιὰ τοὺς Ἕλληνες γενικῶς: ἡ Ἀργεία (ἐνν. γῆ), Ἀργολίς.

ἀπό

Ι. πρόθεση μετὰ γεν. μόνο | 1. ἐπὶ τόπου, δηλώνει κίνηση ἔκ τινος τόπου, μακριὰ ἀπὸ κάτι | ὡσ. κάτω ἀπὸ κάτι | 2. (ἄνευ συνυποδηλώσεως τόπου), μακράν τινος, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ κάποιον | 3. μτγν. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ, ἀπό τότε, μετὰ ἀπό΄ ἀπὸ δείπνου γενέσθαι=δείπνησα, μετὰ τὸ δεῖπνο | 4. ἐπὶ ἀρχῆς παντὸς εἴδους, ὡς | α. ἐπὶ καταγωγῆς, γενέσεως: οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ’ ἀπὸ πέτρης=δὲν ξεφύτρωσε ἀπὸ δρῦν οὔτε ἀπὸ πέτρα΄ ἀπὸ Σπάρτης=καταγόμενος ἐκ Σπάρτης | β. ἐπὶ μέσων ἤ ὀργάνων: ἀπὸ βιοῖο πέφνεν=φόνευσε μὲ βέλη τοῦ τόξου του | γ. ἐπὶ τῆς αἰτίας ἤ εὐκαιρίας: ἀπὸ δικαιοσύνης=ἕνεκα δικαιοσύνης, γιὰ λόγους δικαιοσύνης | δ. ἐπὶ τῆς ὕλης: ἀπὸ ξύλον πεποιημένα=φτιαγμένα ἀπὸ ξύλο.

ΙΙ. ὡς ἐπίρ., ἄνευ πτώσεως, μακράν, μακρὰν ἀπό.

ΙΙΙ. ἐν συνθέσει, μακράν, μακράν ἀπό, χωριστά: ἀπο-τέμνω, ἀπο-βαίνω | 2. παῦσιν, λήξη ἀπὸ κάτι: ἀπ-αλγέω | καὶ ἑπομ. ἀποτελείωση, συμπλήρωση: ἀπ-εργάζομαι | 3. πίσω πάλι, ἐπιστροφή: ἀπο-δίδωμι | 4. ἐπὶ ὀνειδισμοῦ: ἀπο-καλῶ | 5. =σχεδὸν α στερ.: ἀπ-αυδάω, ἀπα-γορεύω, ἀπό-σιτος.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

ἀρνός

(γεν. ἀπηρχ. ὀνομ. *ἄρς, τῆς ἐν χρήσει ὀνομ. οὔσης ἀμνός)΄ ἀρνί, πρόβατο.

ἀργύρεος, α, ον

κατὰ συναίρ. ἀργυροῦς, ᾶ, οῦν (ἄργυρος)΄ ὁ έξ ἀργύρου, ἀργυρός, ἀσημένιος.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ἄν

τροπολογικὸ ἤ δυνητικὸ μόριο, ἐπ. καὶ λυρ. κε, κεν, δωρ. κᾶ΄ οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ ἐνεστ. ἤ πρκ. ὁριστ. οὔτε μετὰ προστακτ.

Ι. ἐν τῃ ὑποθέσει, 1. μεθ’ ὑποτακτικῆς, γενικῶς μεθ’ ὑποτακτικῆς τὸ μόριο ἄν ἀναφέρεται σὲ μελλοντικὴ ἔννοια και συνοδεύει ἤ τὸν ὑποθ. εἰ (καὶ λέγεται γι’ αὐτὸ ὑποθετικὸς ἄν), ἤ ἀναφορ. καὶ χρον. λέξεις (ἐνίοτε καὶ τελικοὺς συνδέσμους), ὁπότε λέγεται ἀοριστολογικὸς ἄν: εἰ + ἄν=ἐάν, ἥν, ὅς ἄν, πρὶν ἄν, ἕως ἄν, ὅπως ἄν, ἐπεί + ἄν=ἐπεάν - ἐπήν, ὅτε + ἄν= ὅταν, ἐπειδή + ἄν=ἐπειδάν, ὁπότε + ἄν=ὁπόταν. Τὸ ἄν ὡς ὑποθ. ἐμφαίνει τὸ προσδοκώμενο, ὡς ἀοριστολογ. σημαίνει ἀόριστη ἐπανάληψη: ὅς ἄν=ὁποιοσδήποτε, ὅποιος καὶ ἄν΄ ὅπου ἄν=σὲ ὁποιοδήποτε μέρος΄ ὁπόταν=σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση | 2. μετ’ εὐκτικῆς, σπανίως, ὡς μεθ’ ὑποτ. Μὲ τὴ σύνταξη αὐτὴ τὸ μόριο ἄν ἔχει ἔννοια ἀοριστολογική (καθὼς καὶ ὁ κένὡς κε... δοίη δ’ ᾧ κεν ἐθέλῃσι=ὥστε νὰ δυνηθεῖ νὰ δώσει αὐτὴ σὲ ὅποιον θὰ ἤθελε | 3. μεθ’ ὁριστικῆς εἰσαγομένης ὑπὸ τοῦ εἰ, ἀλλὰ σπαν.: μετὰ ὁριστ. μέλλ. ὡς μετὰ ὑποτ. (οἵ κὲ με τιμήσουσι), ἅπαξ μετὰ ὁριστ. παρῳχ. χρόνου (Ιλ. Ψ 526): εἰ δέ κεν ἔτι προτέρω ἐγένετο δρόμος.

ΙΙ. ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ ἄν ἀνήκει στὸ ρῆμα καὶ δηλώνει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάποιον ἐκφραζόμενο ὅρο ἤ ὑπονοούμενο. Σὲ αὐτὴ τὴ θέση ὁ ἄν λέγεται συν. δυνητικός, καὶ τίθεται γιὰ νὰ μετριάσει τὴ δογματικότητα τῆς ὁριστικῆς΄ ἦλθεν=ἦλθε (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ πραγματικὸ καὶ βέβαιο) - ἐν ᾧ ἦλθεν ἄν=θὰ εἶχεν ἔλθει (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ ὁποῖο συμβαίνει ἤ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεὶ, ὑπὸ ὅρους ὅμως, εἴτε ρητῶς ἐκφραζομένους εἴτε ὑπονοουμένους)΄ ὁμοίως: ἔλθοι=εἴθε νὰ ἔλθει - ἐν ᾧ ἔλθοι ἄν=θὰ ἐρχόταν (ὑπὸ ὅρους), καὶ ἑπομ. δυνατὸν νὰ ἔλθει. Ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ ἄν εἰδικώτερα συντάσσεται: | 1. μεθ’ ὁριστικῆς | α. μετὰ μέλλ. ὁ ἄν (ἤ ὁ κεν) δηλώνει ὅτι θὰ συμβεῖ κάτι, ἄν προηγουμένως συμβεῖ κάτι ἄλλο: ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἴκωμαι=καὶ ἀσφαλῶς θὰ θυμώσει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θὰ πάω | β. μετὰ παρατ. ὁ ἄν (κεν) δηλώνει τὴν συχνὴ ἐπανάληψη κάποιας πράξης ὑπὸ ὁρισμένες συνθήκες (κάτι ποὺ θὰ συνέβαινε πάντοτε): ἔλεγεν ἄν=θὰ ἔλεγε (ὅποτε ἔβρισκε δηλ. εὐκαιρία), κλαίεσκεν ἄν=θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίει (ἄν...) | γ. μετὰ ἀορίστου ὁ ἄν ἐκφράζει κάτι τὸ ὁποῖο θὰ εἶχε συμβεῖ σὲ μὶα ὁρισμένη περίσταση (ὑπὸ κάποιον ὅρο): εἶπεν ἄν=θὰ εἶχε πεῖ | 2. μεθ’ ὑποτακτικῆς, ἡ ἐπ. ὑποτακτ. χρησιμοποιεῖται ὡς ὁ μέλλ. τῆς ὁριστ., γι΄ αὐτὸ καὶ προσλαμβάνει τὸν ἄν (κεν) ὡς ἐκεῖνος: εἰ δέ κε μὴ δῴησιν, ἐγὼ δέ κεν ἀυτὸς ἕλωμαι=ἄν ὅμως δὲν δώσει, θὰ τὴν πάρω μόνος μου | 3. μετ’ εὐκτικῆς τὸ μόριο ἄν μετατρέπει τὴν εὐχή τῆς ἁπλῆς εὐκτικῆς σὲ βεβαίωση ὑπό ὅρους. Οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ εὐκτικῆς μέλλοντος. Αὐτὴ ἡ σύνταξη δηλώνει ὁτι ἄν ἡ διὰ τὴς ὑποθέσεως ἐκφραζόμενη ἔννοια ἦταν δυνατή, ἡ ἔννοια τὴς ἀποδόσεως θὰ ἀκολουθεῖ ὡς ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα: εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἤ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἀδικεῖν=ἐὰν ἦταν ἀναγκαῖον νὰ ἀδικῶ ἤ νὰ ἀδικοῦμαι, θὰ προτιμοῦσα τότε περισσότερο νὰ ἀδικοῦμαι παρὰ νὰ ἀδικῶ | β. ἐνίοτε ἡ δυνητικὴ εὐκτικὴ ἀντὶ ἔμμεσης καὶ ἤπιας προσταγῆς, ἤ ἀντὶ παρακλήσεως: χωροῖτ’ ἄν εἴσω=ὁρίστε, περᾶστε μέσα΄ κλύοις ἄν ἤδη=ἄκουσε τώρα σὲ παρακαλῶ΄ κομίζοις ἄν σεαυτόν=ἄδειασέ μου τὴ γωνιά | 4. μετ’ ἀπαρεμφάτου καὶ μετοχῆς, τὰ ὁποία συντεταγμένα μετὰ τοῦ ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητικὴ ὁριστικὴ ἤ δυνητικὴ εὐκτική. Τίθεται ἀπρφ. ἤ μτχ. μετὰ τοῦ ἄν ἀντὶ ὁριστ. ἤ εὔκτ. μετὰ τοῦ ἄν, ὅποτε προηγεῖται ρῆμα συντασσόμενο μετ’ ἀπρφ. ἤ συντασσόμενο μετὰ μτχ.: φησίν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν εἶναι εἰ τοῦτο πράξειαν=λέει ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν νὰ πράξουν αὐτό - οἶδα αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν ὄντας εἰ ταῦτα πράξειαν=γνωρίζω ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν να πράξουν αὐτά΄ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ δυνητ. ἀπρφ. εἶναι ἄν καὶ ἡ δυνητ. μτχ. ὄντας ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητ. εὐκτ. εἶεν ἄν. Ἐὰν ἀντὶ τοῦ πράξειαν τεθεῖ ἡ ὁριστ. ἔπραξαν, τότε τὸ δυνητ. ἀπρφ. καὶ ἡ δυνητ. μτχ. κεῖνται ἀντὶ δυνητ. ὁριστ. ἦσαν ἄν.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ἄτη

(ἀάω)΄ ταραχή, σύγχυση, ἀπάτη΄ δικαστικὴ τυφλότητα (ἀποστελλομένη ὑπὸ τῶν θεῶν) | 2. ὄλεθρος, καταστροφή, βλάβη΄ ἐπὶ προσώπων, ὄλεθρος, λοιμός | 3. Ἄτη, προσωποποιημένη, ἡ θεὰ τῆς βλάβης, τῆς συμφορᾶς΄ αἱ Λιταὶ ἔρχονται κατὸπιν αὐτῆς καὶ θεραπεύουν τὸ κακὸ ποὺ προξένησε ἡ Ἄτη.

ἀμφί

(ΑΜΦ-), πρόθ. μετὰ γεν., δοτ. καὶ ἀιτ.’ ἑκατέρωθεν, κατ’ ἀμφότερα μέρη, πέριξ, γύρω’ μετὰ γεν., περί τινος, ἕνεκά τινος, χάριν πράγματός τινος’ ἐν σχέσει πρός τι, ἀναφορικῶς πρός τι | 2. μετὰ δοτ., πέριξ, γύρω’ πλησίον, ἐγγύς’ διὰ μέσου τινός | 3. μετὰ αἰτ., πέριξ, ὁλόγυρα, ἐπί τινος’ πλησίον καὶ πέριξ | 4. ὡς ἐπίρ., ἄνευ πτώσεως, πέριξ, γύρω, ὁλόγυρα, πανταχόθεν, ἀπὸ πάσης πλευρᾶς | 5. ἐν συνθ., πέριξ, ἑκατέρωθεν, πανταχόθεν.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ἀθάνατος, η, ον

(ἀ + θάνατος)' ὡς καὶ νῦν, αὐτὸς ποὺ δὲν πεθαίνει | 2. ἐπὶ πραγμ., αἰώνιος.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ἀκούω

(ρ. ΑΚΟF-) ὅ,τι καὶ σήμερα.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ἀναδύνω

ἀνέρχομαι, ἀνεβαίνω ἐκ θαλάσσης.

ΙΙ. ἀποσύρομαι, ὀπισθοχωρῶ, διστάζω | 2. μετ᾿ αἰτ., ἀποφεύγω.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ἀπαυράω

ἀπαντᾶται μόνο ἐν τῷ πρτ. μετὰ σημ. ἀορ., ἀπηύρων, ἀπηύρας, ἀπηύρα, καὶ ἐν τῇ ἐνεργ. καὶ μέση μτχ. ἀορ. α’ ἀπούρας, ἀπουράμενος: ἀφαιρῶ ἀπό τι(να), ἀποσπῶ ἀπό, ἁρπάζω ἀπό.

ΙΙ. λαμβάνω, δέχομαι, καλὸ ἢ κακό, ἀπολαμβάνω ἢ ὑποφέρω.