τροπολογικὸ ἤ δυνητικὸ μόριο, ἐπ. καὶ λυρ.
κε,
κεν, δωρ.
κᾶ΄ οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ ἐνεστ. ἤ πρκ. ὁριστ. οὔτε μετὰ προστακτ.
Ι. ἐν τῃ ὑποθέσει,
1. μεθ’ ὑποτακτικῆς, γενικῶς μεθ’ ὑποτακτικῆς τὸ μόριο
ἄν ἀναφέρεται σὲ μελλοντικὴ ἔννοια και συνοδεύει ἤ τὸν ὑποθ.
εἰ (καὶ λέγεται γι’ αὐτὸ ὑποθετικὸς ἄν), ἤ ἀναφορ. καὶ χρον. λέξεις (ἐνίοτε καὶ τελικοὺς συνδέσμους), ὁπότε λέγεται ἀοριστολογικὸς ἄν:
εἰ + ἄν=ἐάν,
ἥν,
ὅς ἄν,
πρὶν ἄν,
ἕως ἄν,
ὅπως ἄν,
ἐπεί + ἄν=ἐπεάν - ἐπήν,
ὅτε + ἄν= ὅταν,
ἐπειδή + ἄν=ἐπειδάν,
ὁπότε + ἄν=ὁπόταν. Τὸ
ἄν ὡς ὑποθ. ἐμφαίνει τὸ προσδοκώμενο, ὡς ἀοριστολογ. σημαίνει ἀόριστη ἐπανάληψη:
ὅς ἄν=ὁποιοσδήποτε, ὅποιος καὶ ἄν΄
ὅπου ἄν=σὲ ὁποιοδήποτε μέρος΄
ὁπόταν=σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση
| 2. μετ’ εὐκτικῆς, σπανίως, ὡς μεθ’ ὑποτ. Μὲ τὴ σύνταξη αὐτὴ τὸ μόριο
ἄν ἔχει ἔννοια ἀοριστολογική (καθὼς καὶ ὁ
κέν)΄
ὡς κε... δοίη δ’ ᾧ κεν ἐθέλῃσι=ὥστε νὰ δυνηθεῖ νὰ δώσει αὐτὴ σὲ ὅποιον θὰ ἤθελε
| 3. μεθ’ ὁριστικῆς εἰσαγομένης ὑπὸ τοῦ
εἰ, ἀλλὰ σπαν.: μετὰ ὁριστ. μέλλ. ὡς μετὰ ὑποτ. (
οἵ κὲ με τιμήσουσι), ἅπαξ μετὰ ὁριστ. παρῳχ. χρόνου (Ιλ. Ψ 526):
εἰ δέ κεν ἔτι προτέρω ἐγένετο δρόμος.
ΙΙ. ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ
ἄν ἀνήκει στὸ ρῆμα καὶ δηλώνει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάποιον ἐκφραζόμενο ὅρο ἤ ὑπονοούμενο. Σὲ αὐτὴ τὴ θέση ὁ
ἄν λέγεται συν. δυνητικός, καὶ τίθεται γιὰ νὰ μετριάσει τὴ δογματικότητα τῆς ὁριστικῆς΄
ἦλθεν=ἦλθε (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ πραγματικὸ καὶ βέβαιο) - ἐν ᾧ
ἦλθεν ἄν=θὰ εἶχεν ἔλθει (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ ὁποῖο συμβαίνει ἤ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεὶ, ὑπὸ ὅρους ὅμως, εἴτε ρητῶς ἐκφραζομένους εἴτε ὑπονοουμένους)΄ ὁμοίως:
ἔλθοι=εἴθε νὰ ἔλθει - ἐν ᾧ
ἔλθοι ἄν=θὰ ἐρχόταν (ὑπὸ ὅρους), καὶ ἑπομ. δυνατὸν νὰ ἔλθει. Ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ
ἄν εἰδικώτερα συντάσσεται:
| 1. μεθ’ ὁριστικῆς
| α. μετὰ μέλλ. ὁ
ἄν (ἤ ὁ
κεν) δηλώνει ὅτι θὰ συμβεῖ κάτι, ἄν προηγουμένως συμβεῖ κάτι ἄλλο:
ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἴκωμαι=καὶ ἀσφαλῶς θὰ θυμώσει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θὰ πάω
| β. μετὰ παρατ. ὁ
ἄν (
κεν) δηλώνει τὴν συχνὴ ἐπανάληψη κάποιας πράξης ὑπὸ ὁρισμένες συνθήκες (κάτι ποὺ θὰ συνέβαινε πάντοτε):
ἔλεγεν ἄν=θὰ ἔλεγε (ὅποτε ἔβρισκε δηλ. εὐκαιρία),
κλαίεσκεν ἄν=θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίει (ἄν...)
| γ. μετὰ ἀορίστου ὁ
ἄν ἐκφράζει κάτι τὸ ὁποῖο θὰ εἶχε συμβεῖ σὲ μὶα ὁρισμένη περίσταση (ὑπὸ κάποιον ὅρο):
εἶπεν ἄν=θὰ εἶχε πεῖ
| 2. μεθ’ ὑποτακτικῆς, ἡ ἐπ. ὑποτακτ. χρησιμοποιεῖται ὡς ὁ μέλλ. τῆς ὁριστ., γι΄ αὐτὸ καὶ προσλαμβάνει τὸν
ἄν (
κεν) ὡς ἐκεῖνος:
εἰ δέ κε μὴ δῴησιν, ἐγὼ δέ κεν ἀυτὸς ἕλωμαι=ἄν ὅμως δὲν δώσει, θὰ τὴν πάρω μόνος μου
| 3. μετ’ εὐκτικῆς τὸ μόριο
ἄν μετατρέπει τὴν εὐχή τῆς ἁπλῆς εὐκτικῆς σὲ βεβαίωση ὑπό ὅρους. Οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ εὐκτικῆς μέλλοντος. Αὐτὴ ἡ σύνταξη δηλώνει ὁτι ἄν ἡ διὰ τὴς ὑποθέσεως ἐκφραζόμενη ἔννοια ἦταν δυνατή, ἡ ἔννοια τὴς ἀποδόσεως θὰ ἀκολουθεῖ ὡς ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα:
εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἤ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἀδικεῖν=ἐὰν ἦταν ἀναγκαῖον νὰ ἀδικῶ ἤ νὰ ἀδικοῦμαι, θὰ προτιμοῦσα τότε περισσότερο νὰ ἀδικοῦμαι παρὰ νὰ ἀδικῶ
| β. ἐνίοτε ἡ δυνητικὴ εὐκτικὴ ἀντὶ ἔμμεσης καὶ ἤπιας προσταγῆς, ἤ ἀντὶ παρακλήσεως:
χωροῖτ’ ἄν εἴσω=ὁρίστε, περᾶστε μέσα΄
κλύοις ἄν ἤδη=ἄκουσε τώρα σὲ παρακαλῶ΄
κομίζοις ἄν σεαυτόν=ἄδειασέ μου τὴ γωνιά
| 4. μετ’ ἀπαρεμφάτου καὶ μετοχῆς, τὰ ὁποία συντεταγμένα μετὰ τοῦ
ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητικὴ ὁριστικὴ ἤ δυνητικὴ εὐκτική. Τίθεται ἀπρφ. ἤ μτχ. μετὰ τοῦ
ἄν ἀντὶ ὁριστ. ἤ εὔκτ. μετὰ τοῦ
ἄν, ὅποτε προηγεῖται ρῆμα συντασσόμενο μετ’ ἀπρφ. ἤ συντασσόμενο μετὰ μτχ.:
φησίν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν εἶναι εἰ τοῦτο πράξειαν=λέει ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν νὰ πράξουν αὐτό -
οἶδα αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν ὄντας εἰ ταῦτα πράξειαν=γνωρίζω ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν να πράξουν αὐτά΄ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ δυνητ. ἀπρφ.
εἶναι ἄν καὶ ἡ δυνητ. μτχ.
ὄντας ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητ. εὐκτ.
εἶεν ἄν. Ἐὰν ἀντὶ τοῦ
πράξειαν τεθεῖ ἡ ὁριστ.
ἔπραξαν, τότε τὸ δυνητ. ἀπρφ. καὶ ἡ δυνητ. μτχ. κεῖνται ἀντὶ δυνητ. ὁριστ.
ἦσαν ἄν.